- νεμεσίζομαι
- νεμεσίζομαι (ΑΜ, Α σπαν. το ενεργνεμεσίζω) [νέμεσις]φοβούμαι, ευλαβούμαι κάποιον («τοὺς δὲ Αἰγύπτιον αὐτὸν εἰρηκότας οὐ νεμεσίζομαι», Τζέτζ.)αρχ.1. οργίζομαι με κάποιον, αγανακτώ («Ἥρῃ δ' οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι», Ομ. Ιλ.)2. (το ενεργ. μόνο στο λεξ. Σούδα) «νεμεσίζειμέμφεται».
Dictionary of Greek. 2013.